ἀνακινεῖς

ἀνακινεῖς
ἀνακινέω
sway
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀνακῑνεῖς , ἀνακινέω
sway
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανακινώ — κίνησα, κινήθηκα, κινημένος. 1. αναταράζω, ανακατώνω κάτι: Θα ανακινείς πρώτα το φιαλίδιο με το φάρμακο κι ύστερα θα το χρησιμοποιείς. 2. φέρνω στην επιφάνεια κάτι που έχει ξεχαστεί, προκαλώ καινούρια συζήτηση γι αυτό: Ορισμένοι βουλευτές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”